- ξεινήια
- ξεινήιονhost's giftneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεινήιον — ξεινήιον, τὸ (Α) (ιων. και επικ. τ.) 1. δώρο που έδινε εκείνος που φιλοξενούσε στον φιλοξενούμενο του όταν έφευγε προς ανάμνηση τής φιλοξενίας («Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήιον εἶναι», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. τὰ ξεινήια δώρα που αντάλλασσαν οι… … Dictionary of Greek
PEREGRINUS — I. PEREGRINUS Consul cum Aemiliano, an. Urb. Cond. 99. II. PEREGRINUS Guilielmus, vide ibi. III. PEREGRINUS Landenbergius, ab Albesto Imperatore Underwaldiis praefectus impositus, Henricô Melchtaliô duriter habitô, quippe cui oculos eruit,… … Hofmann J. Lexicon universale
φαγείν — και ιων. και επικ. τ. φαγέειν και φαγέμεν Α 1. τρώγω («πλεῑστα φαγεῑν τε καὶ πιεῑν», Αριστοτ.) 2. μτφ. καταναλώνω, καταδαπανώ («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αόρ. β ἔ φαγ ον (απρμφ. φαγεῖν) τού ρ. ἐσθίω «τρώγω»… … Dictionary of Greek